μεσημέριασμα

μεσημέριασμα
το [μεσημεριάζω]
1. ο ερχομός τού μεσημεριού
2. αργοπορία, καθυστέρηση
3. το να περνά κανείς κάπου το μεσημέρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”